Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2016

NEWSLETTER-ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΡΔΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ

Έγκριση της selexipag για την πνευμονική υπέρταση – Ο FDA ενέκρινε τη φαρμακευτική ουσία selexipag για τη θεραπεία της πνευμονικής αρτηριακής υπέρτασης (PAH). Η selexipag είναι από του στόματος χορηγούμενος αγωνιστής υποδοχέων προστακυκλίνης, ο οποίος σε μια κλινική δοκιμή σε 1156 ενήλικες ασθενείς με PAH αποδείχτηκε ασφαλής και αποτελεσματικός. Πιο συγκεκριμένα, η συχνότητα του πρωτεύοντος καταληκτικού σημείου (θάνατος από κάθε αίτιο ή επιπλοκή σχετιζόμενη με την PAH) κατά τη διάρκεια της θεραπείας (διάμεση διάρκεια 1,4 έτη), έως και 7 ημέρες μετά τη διακοπή της, ήταν 41,6% στην ομάδα του placebo και 27,0% στην ομάδα της selexipag (λόγος κινδύνου 0,60, 99% διάστημα αξιοπιστίας 0,46-0,78, p<0,001). Το όφελος από τη χορήγηση του φαρμάκου ήταν σταθερό σε όλες τις υποομάδες που μελετήθηκαν, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που ελάμβαναν θεραπεία συνδυασμού με ανταγωνιστή υποδοχέων ενδοθηλίνης και/ή αναστολέα φωσφοδιεστεράσης-5. Συνήθεις ανεπιθύμητες ενέργειες ήταν κεφαλαλγία, διάρροια, άλγος στις κροταφογναθικές και στις αρθρώσεις των άκρων, ναυτία, μυαλγία και εξάψεις.
Παραπομπή: Sitbon O, Channick R, Chin KM, et al; GRIPHON Investigators.Selexipag for the Treatment of Pulmonary Arterial Hypertension. N Engl J Med. 2015 Dec 24;373(26):2522-33.

Η θεραπεία κατάλυσης κοιλιακής ταχυκαρδίας βάσει υποστρώματος μειώνει την πιθανότητα υποτροπής της κοιλιακής ταχυκαρδίας – Στη μικρή τυχαιοποιημένη μελέτη VISTA (Ablation of Clinical Ventricular Tachycardia versus Addition of Substrate Ablation on the Long Term Success Rate of VT Ablation) που δημοσιεύεται στο JACC, από τους Luigi DiBiase και συν. από το Austin του Texas, συγκρίθηκαν δύο προσεγγίσεις κατάλυσης με υψίσυχνο ρεύμα σε ασθενείς με υποτροπιάζουσα εμμένουσα μονόμορφη κοιλιακή ταχυκαρδία (VT) σε έδαφος ισχαιμικής καρδιοπάθειας. Οι ασθενείς έφεραν εμφυτευόμενο καρδιομετατροπέα-απινιδωτή (ICD) και εμφάνιζαν επανειλημμένα επεισόδια συμπτωματικής VT (και πρόσφορες θεραπείες από τη συσκευή), παρά την αντιαρρυθμική αγωγή. Οι 118 ασθενείς που συμπεριελήφθησαν τυχαιοποιήθηκαν σε δύο ομάδες. Στη μία εξ αυτών έγινε λεπτομερής χαρτογράφηση του υποστρώματος, εντοπισμός και κατάλυση όλων των περιοχών με «παθολογικά» ηλεκτρογράμματα, ενώ στη δεύτερη έγινε τυπική – πιο περιορισμένη – κατάλυση, κατευθυνόμενη από την εισαγόμενη κλινική ταχυκαρδία. Στους 12 μήνες παρακολούθησης, η πιο εκτεταμένη κατάλυση συσχετίστηκε με σημαντικά χαμηλότερη συχνότητα υποτροπής της VT (15,5% έναντι 48,3%, p<0,001 για τη σύγκριση των δύο ομάδων στην κατά Kaplan-Meier ανάλυση). Η συχνότητα νοσηλείας κατά τη 12μηνη παρακολούθηση στις δύο ομάδες ήταν 12% στην ομάδα της κατάλυσης βάσει υποστρώματος έναντι 32% στην ομάδα της συμβατικής κατάλυσης (p = 0,014). Η συνολική θνησιμότητα στους 12 μήνες ήταν 8,6% και 15,0%, αντίστοιχα (p = 0,21). Κατά την παρακολούθηση, σημαντικά μεγαλύτερο ποσοστό ασθενών της ομάδας της συμβατικής κατάλυσης είχε ανάγκη διατήρησης της αντιαρρυθμικής θεραπείας.
Θα πρέπει να επισημανθεί το μικρό μέγεθος της μελέτης (118 ασθενείς συνολικά), καθώς και το γεγονός ότι αφορούσε ασθενείς με αιμοδυναμικά σταθερή VT. Επομένως, χρειάζεται προσοχή στην επέκταση των συμπερασμάτων της σε άλλους ασθενείς με VT σε έδαφος ισχαιμικής μυοκαρδιοπάθειας.
Παραπομπή:DiBiase L, Burkhardt JD, Lakkireddy D, etal. Ablation of stable VTs versus substrate ablation in ischemic cardiomyopathy: The VISTA randomized multicenter trial. JAmCollCardiol 2015; 66:2872–2982.

Πρωτοπαθή καρδιακά νεοπλάσματα – Σε μια ενδιαφέρουσα ανάλυση της καταγραφής Surveillance, Epidemiology and EndResults (SEER) 18 του National Cancer Instituteτων ΗΠΑ, η οποία δημοσιεύεται στο Circulation, συνοψίζονται ευρήματα 39 ετών (από το 1973 έως και το 2011) για τους κακοήθεις πρωτοπαθείς καρδιακούς όγκους. Από ένα σύνολο 7.384.580 περιπτώσεων νεοπλασμάτων που έχουν καταγραφεί στο SEER, εντοπίστηκαν 551 πρωτοπαθή καρδιακά νεοπλάσματα (0,008%). Η ετήσια επίπτωση της διάγνωσης των νεοπλασμάτων αυτών αυξήθηκε με το χρόνο (25,1 ανά 100 εκατομμύρια πληθυσμού τα έτη 1973–1989, 30,2 τα έτη 1990–1999 και 46,6 τα έτη 2000–2011), γεγονός που αντανακλά προφανώς και τη σημαντική βελτίωση, αλλά και την αυξημένη διαθεσιμότητα, των διαγνωστικών τεχνικών (επιπρόσθετα σε άλλους πιθανούς παράγοντες επίδρασης στην επίπτωση των νεοπλασμάτων αυτών). Οι περισσότεροι ασθενείς ήταν γυναίκες (54,1%) με διάμεση ηλικία στη διάγνωση τα 50 έτη. Τα συχνότερα νεοπλάσματα (με βάση τον ιστολογικό τύπο) ήταν τα σαρκώματα (n=357, 64,8%) και ακολουθούσαν τα λεμφώματα  (n=150, 27%) και τα μεσοθηλιώματα (n=44, 8%). Μετά από μια διάμεση καταγεγραμμένη παρακολούθηση 80 μηνών είχαν αποβιώσει 413 από τους 551 ασθενείς. Τα ποσοστά επιβίωσης στα 1,3 και 5 έτη ήταν 46%, 22% και 17%, αντίστοιχα, με μια μικρή, αλλά στατιστικά σημαντική, διαφοροποίηση στην πάροδο του χρόνου (32%, 17% και 14% τα έτη 1973-1989 σε σύγκριση με 50%, 24% και 19% τα έτη 2000-2011, p=0,009). Τα σαρκώματα και τα μεσοθηλιώματα συνδέονταν με τη χαμηλότερη επιβίωση. Σε σύγκριση με τους ασθενείς με αντίστοιχα εξωκαρδιακά νεοπλάσματα, οι ασθενείς με καρδιακό λέμφωμα ή σάρκωμα ήταν νεότεροι και είχαν χειρότερη επιβίωση (p<0,001). Συμπερασματικά, τα πρωτοπαθή καρδιακά νεοπλάσματα φαίνεται ότι είναι εξαιρετικά σπάνια (αν και η επίπτωσή τους αυξάνεται καθώς διευρύνεται η χρήση απεικονιστικών διαγνωστικών τεχνικών) και η πρόγνωσή τους εξαιρετικά δυσμενής, με 5ετή επιβίωση της τάξης του 20% (ιδιαίτερα χαμηλή, αν μάλιστα ληφθεί υπόψη η ηλικία των 50 ετών στη διάγνωση).

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου