Πόσο θανατηφόρος είναι τελικά ο νέος κορωνοϊός;
DONALD G. MCNEIL JR/THE NEW YORK TIMES
Η επικεφαλής του επιστημονικού τομέα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, δρ Σούμια Σβαμιναθάν, δήλωσε την περασμένη εβδομάδα ότι η θνησιμότητα της COVID-19 είναι περίπου 0,6%. (Φωτ. FABRICE COFFRINI / REUTERS)
Επτά μήνες πέρασαν από την εμφάνιση του νέου κορωνοϊού και έχει ήδη προσβάλει περισσότερους από 13,5 εκατομμύρια ανθρώπους, οδηγώντας στον θάνατο τουλάχιστον 585.000. Ακόμα όμως και σήμερα, παρότι οι επιστήμονες έχουν αποκρυπτογραφήσει πολλά από τα μυστήρια του νέου παθογόνου παράγοντα, εξακολουθούν να μην μπορούν να απαντήσουν σε ένα θεμελιώδες ερώτημα: Πόσο θανατηφόρος είναι ο νέος κορωνοϊός;
Τον περασμένο μήνα η απάντηση στην ερώτηση κατέστη απείρως πολυπλοκότερη, μετά τη δημοσιοποίηση στοιχείων του αμερικανικού Κέντρου Ελέγχου Νοσημάτων και Πρόληψης (CDC), τα οποία υποδεικνύουν ότι για κάθε επιβεβαιωμένο κρούσμα, παραμένουν αδιάγνωστα άλλα δέκα, είτε επειδή οι ασθενείς είναι εντελώς ασυμπτωματικοί, είτε επειδή έχουν πολύ ήπια συμπτώματα. Σε ανάλογο συμπέρασμα κατέληξε και η Βρετανική Στατιστική Υπηρεσία, σύμφωνα με την οποία το ποσοστό των ασυμπτωματικών κρουσμάτων πλησιάζει το 80%.
Την περασμένη εβδομάδα, στο πλαίσιο διάσκεψης του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας με 1.300 ειδικούς από όλο τον κόσμο, η επικεφαλής του επιστημονικού τομέα, δρ Σούμια Σβαμιναθάν δήλωσε ότι η θνησιμότητα της COVID-19 είναι περίπου 0,6, δηλαδή ο κίνδυνος θανάτου εξαιτίας της είναι μικρότερος του 1%. Βέβαια, παρέλειψε να πει ότι το 0,6% του παγκόσμιου πληθυσμού ανέρχεται σε 47 εκατ. ανθρώπους. Συνεπώς, ο κορωνοϊός παραμένει μία σημαντική απειλή.
Προφανώς σε κάθε πόλη ή περιοχή όπου πρωτοεμφανίζεται ένας άγνωστος ιός επικρατεί το απόλυτο χάος. Χιλιάδες άνθρωποι μπορεί να πεθάνουν εξαιτίας του νέου λοιμώδους παράγοντα και να ταφούν χωρίς να εξεταστούν ποτέ. Είναι, σε αυτή την περίοδο, πρακτικά ανέφικτος ο υπολογισμός του αριθμού των νεκρών εξαιτίας της λοίμωξης και αυτών που κατέληξαν λόγω καρδιακών προσβολών, εγκεφαλικών ή άλλων προβλημάτων. Αυτό συνέβη στη Γουχάν, που πρώτη δοκιμάστηκε από την COVID-19, αλλά και στην πόλη της Νέας Υόρκης. Οταν το πρώτο σοκ περάσει και η κατάσταση ομαλοποιηθεί, πραγματοποιούνται περισσότερα διαγνωστικά τεστ και εντοπίζονται ασθενείς με πιο ήπια συμπτώματα. Ετσι καθώς ο παρονομαστής του κλάσματος θάνατοι/κρούσματα αυξάνεται, η θνησιμότητα μειώνεται, χωρίς ωστόσο τα αποτελέσματα να είναι σταθερά ή προβλέψιμα.
Δέκα κράτη (Ισλανδία, Δανία, Ισπανία, Πορτογαλία, Βέλγιο, Ιρλανδία, Βρετανία, Ιταλία, Ισραήλ και Νέα Ζηλανδία) πραγματοποίησαν πολλαπλάσια διαγνωστικά τεστ, συγκριτικά με τις ΗΠΑ, σύμφωνα με την ιστοσελίδα στατιστικών Worldometer, γεγονός που θεωρητικά θα έδινε μία σαφέστερη εικόνα της θνησιμότητας.
Διαφορές στα ποσοστά
Παρ’ όλα αυτά, τα ποσοστά εμφανίζουν σημαντικές διαφορές: η Ισλανδία αναφέρει λιγότερο από 1%, η Νέα Ζηλανδία και το Ισραήλ λιγότερο από 2%, το Βέλγιο 16%, η Βρετανία και η Ιταλία 14%. Οπως έχει διαπιστωθεί στα περισσότερα κράτη, 20% των κρουσμάτων θα αρρωστήσουν τόσο βαριά ώστε να είναι αναγκαία η υποστήριξή τους με οξυγόνο ή ακόμα και η νοσηλεία τους σε ΜΕΘ, επισημαίνει η δρ Τζάνετ Ντίαζ, επικεφαλής κλινικής περίθαλψης του προγράμματος εκτάκτων αναγκών του ΠΟΥ.
Κατά πόσον αυτοί οι ασθενείς θα καταλήξουν εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, μεταξύ των οποίων η ηλικία, τα υποκείμενα νοσήματα και η ποιότητα της περίθαλψης. Θεωρητικά, τα ποσοστά θανάτων αναμένεται να είναι χαμηλότερα στα πιο φτωχά κράτη, που έχουν νεότερους πληθυσμούς και μικρότερα ποσοστά παχυσαρκίας. Αντιστρόφως, προβλέπεται ότι θα είναι υψηλότερα σε κράτη που έχουν ελλείψεις σε οξυγόνο, αναπνευστήρες, συσκευές αιμοκάθαρσης και λιγότερες δομές υγείας, δηλαδή και πάλι στα πιο φτωχά.
Ομως η πιθανότητα θανάτου από COVID-19 φαίνεται ότι επηρεάζεται και από παράγοντες άσχετους με την οικονομική κατάσταση. Ενας από αυτούς, ιδιαίτερα επιβαρυντικός, αποδεικνύεται ότι είναι η ομάδα αίματος του αρρώστου. Οσοι ανήκουν στην ομάδα Α κινδυνεύουν να αρρωστήσουν πιο βαριά. Αυτή η ομάδα αίματος είναι σχετικά σπάνια στη δυτική Αφρική και τη νότια Ασία και εξαιρετικά σπάνια στους αυτόχθονες πληθυσμούς της Νότιας Αμερικής.
Μέχρι την πρόσφατη διάσκεψη, ο ΠΟΥ δεν διέθετε επίσημα δεδομένα για τη θνησιμότητα της COVID-19, αλλά βασιζόταν σε στοιχεία κρατών και οργανισμών και σε μία ανάλυση Αυστραλών ερευνητών, οι οποίοι αφού μελέτησαν 267 έρευνες από περισσότερα από 12 κράτη επέλεξαν 25 που θεώρησαν πιο αξιόπιστες και κατέληξαν ότι η θνησιμότητα της COVID-19 ήταν 0,64%. Την ίδια στιγμή το αμερικανικό CDC, που υπολογίζει τη θνησιμότητα επί συμπτωματικών κρουσμάτων, εκτιμά ότι βρίσκεται στο 0,4%.
Oμως όλοι αυτοί οι υπολογισμοί είναι ευμετάβλητοι. Με την εξαίρεση του Ιράν και του Ισημερινού, η πανδημία έπληξε αρχικά πλουσιότερα κράτη σε Ασία, δυτική Ευρώπη και Βόρεια Αμερική, όπου οι πληθυσμοί έχουν πρόσβαση σε ιατρική φροντίδα υψηλής ποιότητας. Τώρα, η πανδημία εξαπλώνεται σε κράτη όπως η Ινδία, η Βραζιλία, το Μεξικό, η Νιγηρία. Σε αυτά εκατομμύρια άνθρωποι ζουν σε συνθήκες συνωστισμού και εξαθλίωσης σε φαβέλες και παραγκουπόλεις, τα περιοριστικά μέτρα ήταν βραχύβια και οι υγειονομικές δομές δεν διαθέτουν ούτε τα απολύτως αναγκαία. Μπορεί τα περισσότερα κρούσματα σε Ευρώπη και Βόρεια Αμερική να καταγράφηκαν σε περιόδους με ήπιο ή θερμό καιρό, όπως η άνοιξη και το καλοκαίρι, αλλά οι επιστήμονες ανησυχούν ότι ο ψυχρότερος καιρός, που έρχεται σε λίγους μήνες, θα οδηγήσει τον κόσμο σε κλειστούς χώρους, προκαλώντας έκρηξη κρουσμάτων και θανάτων.
«Τα χειρότερα έπονται»
Οπως επισημαίνει ο επικεφαλής του Κέντρου Ερευνας Λοιμωδών Νοσημάτων και Πολιτικής του Πανεπιστημίου της Μινεσότα, Μάικλ Οστερχολμ, κάθε μία από τις οκτώ πανδημίες γρίπης που έπληξαν τις ΗΠΑ μετά το 1763 είχε ένα σχετικά ήπιο πρώτο κύμα, ασχέτως της εποχής που εμφανίστηκε, το οποίο ακολουθήθηκε, λίγους μήνες αργότερα από ένα δεύτερο, πολύ μεγαλύτερο και απείρως πιο θανατηφόρο. Το ένα τρίτο των θυμάτων της πανδημίας ισπανικής γρίπης, που διήρκεσε από τον Μάρτιο του 1918 μέχρι τα τέλη του 1920, απεβίωσε μεταξύ Σεπτεμβρίου και Δεκεμβρίου 1918, περίπου έξι μήνες μετά την εμφάνιση μιας πιο ήπιας εκδοχής του ίδιου στελέχους της γρίπης, στο δυτικό Κάνσας. Ο δρ Οστερχολμ είναι πεπεισμένος ότι τα χειρότερα έπονται και οι «αριθμοί της πανδημίας» θα είναι πολύ υψηλότεροι τους επόμενους 12 με 18 μήνες, αλλά παραδέχεται ότι «επειδή βρισκόμαστε αντιμέτωποι με έναν κορωνοϊό και όχι με τον ιό της γρίπης, πιθανώς να μην ακολουθήσει το ίδιο πρότυπο. Ομως, ο κορωνοϊός είναι πολύ πιο μεταδοτικός από τη γρίπη και αυτό είναι ανησυχητικό».