ΚΟΧΙΑΔΑΚΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ
12 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2024
Τι είναι το ανεύρυσμα αορτής;
Η αορτή αποτελεί την μεγαλύτερη αρτηρία του ανθρώπινου σώματος η οποία μεταφέρει το αίμα και το οξυγόνο στα διάφορα όργανα, τα άνω και τα κάτω άκρα.
Όταν η διάμετρος της αορτής μεγαλώσει πέραν του φυσιολογικού λέμε ότι η αορτή έχει ανευρυσματική διάταση ή πιο απλά ανεύρυσμα αορτής (συνήθως περισσότερο από 3 εκατοστά). Η αορτή χωρίζεται στην ανιούσα αορτή, το αορτικό τόξο, την κατιούσα θωρακική αορτή και την κοιλιακή αορτή. Οποιοδήποτε από τα τμήματα αυτά μπορεί να αναπτύξει ανεύρυσμα.
Ανάλογα ανευρύσματα μπορούν να δημιουργηθούν και στις λαγόνιες αρτηρίες, οι οποίες λαμβάνουν το αίμα από την κοιλιακή αορτή και το κατευθύνουν στην πύελο και τα κάτω άκρα.
Αίτια και παράγοντες που οδηγούν στο ανεύρυσμα
Οι κυριότεροι παράγοντες που ευθύνονται για την ανάπτυξη ανευρύσματος είναι:
το κάπνισμα,
η υπέρταση,
η αθηροσκλήρωση
κληρονομικότητα.
Η κληρονομικότητα αποτελεί πολύ σημαντικό παράγοντα γι’ αυτό και ασθενείς με οικογενειακό ιστορικό πρέπει να ελέγχονται για ανεύρυσμα.
Άλλες αιτίες αποτελούν λοιμώξεις, φλεγμονώδεις αντιδράσεις, αυτοάνοσα νοσήματα, και τραύμα.
Διάγνωση
Τα τελευταία χρόνια με τον προληπτικό υπερηχογραφικό έλεγχο σε συγκεκριμένες ομάδες ασθενών υψηλού κινδύνου, είμαστε σε θέση να διαγνώσουμε την ανευρυσματική νόσο της κοιλιακής αορτής έγκαιρα. Ασθενείς 65 και άνω, ιδιαίτερα με ιστορικό καπνίσματος, πρέπει να υποβάλλονται σε προληπτικό υπερηχογραφικό έλεγχο. Επίσης εάν κάποιος έχει συγγενή πρώτου βαθμού με ανεύρυσμα αορτής θα πρέπει να υποβάλλεται σε υπερηχογραφικό έλεγχο για να αποκλειστεί η παρουσία ανευρύσματος.
Αρκετά συχνά το ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής διαγιγνώσκεται τυχαία σε απεικονιστικό έλεγχο (αξονική τομογραφία, μαγνητική τομογραφία, ακτινογραφία) που έχει υποβληθεί ο ασθενής για άλλους λόγους.
Στην πλειονότητά τους δεν προκαλούν κάποια συμπτώματα. Μεγαλύτερα σε μέγεθος ανευρύσματα μπορεί να παρουσιασθούν σαν μία σφύζουσα μάζα στην κοιλιακή χώρα.
Το συμπτωματικό ανεύρυσμα με επικείμενη ρήξη και η ρήξη ανευρύσματος κοιλιακής αορτής παρουσιάζονται ως οξύς έντονος πόνος στην κοιλιακή χώρα ή στην μέση με συνοδό υπόταση και πιθανή απώλεια των αισθήσεων, και αποτελούν επείγουσες καταστάσεις επικίνδυνες για τη ζωή που πρέπει να αντιμετωπίζονται αμέσως από τον Αγγειοχειρουργό.
Θεραπεία
Το ανεύρυσμα δεν εξαφανίζεται ή εξαλείφεται χωρίς χειρουργική παρέμβαση. Μεγαλώνει με αργό ρυθμό γι’ αυτό και είναι σημαντικό να παρακολουθούνται στενά.
Η κατάλληλη θεραπεία του ανευρύσματος κοιλιακής αορτής εξαρτάται κυρίως από το μέγεθος του. Συνήθως η χειρουργική αντιμετώπιση επιλέγεται για ανευρύσματα με μέγεθος από 5 έως 5,5 εκατοστά. Ο ρυθμός αύξησης του μεγέθους, η μορφολογία καθώς επίσης και η υποκείμενη αιτία ανάπτυξης του ανευρύσματος λαμβάνονται επίσης υπόψιν ούτως ώστε να αντιμετωπιστεί κατάλληλα. Ανευρύσματα με ταχύ ρυθμό αύξησης του μεγέθους και ανευρύσματα σακοειδούς μορφολογίας μπορεί να χρειαστεί να αντιμετωπιστούν πριν φτάσουν τα 5 εκατοστά. Η φυσική κατάσταση όπως και η ηλικία του ασθενούς παίζουν σημαντικό ρόλο στην απόφαση για τη θεραπεία.
Στα ανευρύσματα μικρότερα των 5 εκατοστών συστήνεται η παρακολούθηση με απεικονιστικές μεθόδους όπως ο υπέρηχος/ τρίπλεξ αορτής ή η αξονική τομογραφία . Το μεσοδιάστημα μεταξύ των ελέγχων καθορίζεται από το μέγεθος του ανευρύσματος.
Η αποφυγή του καπνίσματος, η ρύθμιση της υπέρτασης με την κατάλληλη δίαιτα και φαρμακευτική αγωγή, όπως και η βελτίωση του καρδιαγγειακού κινδύνου με ασπιρίνη και αντιλιπιδαιμικά φάρμακα, αποτελούν σημαντικές παρεμβάσεις στην συντηρητική αντιμετώπιση που μπορεί να επιβραδύνουν την διάταση του ανευρύσματος.
Όταν επιλέγεται χειρουργική αντιμετώπιση κάθε ασθενής υποβάλλεται σε απεικονιστικό έλεγχο με αξονική ή μαγνητική τομογραφία. Η πλειοψηφία των ανευρυσμάτων πλέον αντιμετωπίζεται με τοποθέτηση ενδαγγειακής πρόθεσης. Σε κάποιες περιπτώσεις προτιμάται η ανοιχτή μέθοδος ιδιαίτερα σε νέους ασθενείς, ενώ αν η ενδαγγειακή αποκατάσταση δεν είναι δυνατή το ανεύρυσμα αντιμετωπίζεται και πάλι με την παραδοσιακή ανοιχτή μέθοδο με εκτομή του ανευρύσματος και τοποθέτηση συνθετικού μοσχεύματος.
Ενδαγγειακή αντιμετώπιση ανευρύσματος κοιλιακής αορτής (EVAR)
Ο ασθενής πριν το χειρουργείο υποβάλλεται σε αξονική τομογραφία (αξονική αγγειογραφία, εκτός αν συνυπάρχει νεφρική ανεπάρκεια) στην οποία αναλύονται τα χαρακτηριστικά του ανευρύσματος και επιλέγεται κατάλληλη ενδοπρόθεση.
Ο ασθενής κινητοποιείται συνήθως 6 ώρες μετά την επέμβαση ενώ η παραμονή του στο νοσοκομείο διαρκεί μία με δύο ημέρες.
Ανοιχτή αποκατάσταση ανευρύσματος κοιλιακής αορτής
Σε περίπτωση που επιλεγεί η ανοιχτή αποκατάσταση ο ασθενής υποβάλλεται σε προεγχειρητικό έλεγχο με καρδιολογική και πνευμονολογική εκτίμηση.
Η ανοιχτή αποκατάσταση περιλαμβάνει μέση τομή στην κοιλιακή χώρα, εκτομή του ανευρύσματος και τοποθέτηση συνθετικού μοσχεύματος. Ο ασθενής στη συνέχεια παραμένει στο νοσοκομείο περίπου τέσσερις με έξι μέρες, ενώ η πλήρης αποκατάσταση και επιστροφή στις βασικές δραστηριότητες διαρκεί ενάμιση με δύο μήνες.
Ενδαγγειακή αποκατάσταση - EVAR
Ενδαγγειακή αποκατάσταση ευμεγέθους ανευρύσματος κοιλιακής αορτής και λαγονιών αρτηριών με EVAR και iliac branch devices
Επιμέλεια: Γεώργιος Τζαβέλλας, Αγγειοχειρουργός, Αν. Διευθυντής, Κλινική Αγγειακής & Ενδαγγειακής Χειρουργικής, Ιατρικό Κέντρο Αθηνών, Επ. Καθηγητής Χειρουργικής, Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου Ιντιάνα, ΗΠΑ
Πηγή: https://tzavellasmd.gr/services/%ce%b1%ce%bd%ce%b5%cf%8d%cf%81%cf%85%cf%83%ce%bc%ce%b1-%ce%b1%ce%bf%cf%81%cf%84%ce%ae%cf%82/