Την λανθάνουσα θρόμβωση σε ασθενείς με ήπια νόσο COVID-19 μελετά κλινική μελέτη, ενώ γενικά έχουν διαπιστωθεί θρομβωτικές εκδηλώσεις έχουν περιγράφει έως και σε 30% των ασθενών με σοβαρή νόσο COVID-19.
Οι καθηγητές της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Μαριάννα Πολίτου και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ), συνοψίζουν τα πρόσφατα δεδομένα που αφορούν αυτή την επιπλοκή.
Συγκεκριμένα, σε πρόσφατη μελέτη από την Κίνα που δημοσιεύθηκε το Δεκέμβριο στο International Journal of Infectious Diseases σε μικρό αριθμό ασθενών από την Κίνα με ήπια πνευμονία από SARS–Co–V δεντοπίστηκε στο 82.6% των ασθενών (19/23) θρόμβωση.
Οι ιατροί χρησιμοποίησαν αξονική υπολογιστική πνευμονική αγγειογραφία ( CTPA CT pulmonary angiography) η οποία ανέδειξε την λανθάνουσα θρόμβωση.
Η υπερπηκτικότητα:
Οφείλεται στην υπερφλεγμονώδη κατάσταση, την «καταιγίδα κυτταροκινών». Αποτέλεσμά της είναι η ενεργοποίηση και η φλεγμονή του ενδοθηλίου που οδηγεί σε θρόμβωση των μικρών αγγείων αρχικά του πνεύμονα και στη συνέχεια και άλλων οργάνων. Εργαστηριακά έχει εντοπιστεί σε υπερπηκτική κατάσταση, δηλαδή αυξημένο ινωδογόνο και αυξημένα D-Dimers (δ-διμερή, που είναι προϊόντα διάσπασης του θρόμβου και δείχνουν ότι κάπου στον οργανισμό υπάρχουν θρόμβοι οι οποίοι αποδομούνται).
Σε πιο σοβαρές μορφές της νόσου μπορεί να παρατηρηθεί και παράταση των χρόνων πήξης PΤ (χρόνος θρομβίνης) και ΑΡΤΤ ( χρόνος μερικής θρομβοπλαστίνης). Μια αύξηση 6 φορές πάνω από την ανώτερη φυσιολογική τιμή στα D–Dimers (δηλαδή 3.000 μg/ml) μπορεί να θεωρηθεί ως υψηλός κίνδυνος για θρόμβωση.
Αντιπηκτική αγωγή
Σε μια πρόσφατη δημοσίευση στο Cleveland Clinic Journal of Medicine όπου καταγράφεται η εμπειρία της κλινικής του Cleveland στην διάγνωση και την αντιμετώπιση της θρόμβωσης του COVID-19 προτείνεται η χρήση του υπερηχογράφηματος παρά τη κλίνη του ασθενούς και στα δύο κάτω άκρα (POCUS ,point of care ultrasound examination) σε ασθενείς υψηλού κινδύνου.
Επίσης, συστήνεται να αποφεύγεται η μετακίνηση των ασθενών προς τα ακτινολογικά τμήματα για την πραγματοποίηση αγγειογραφίας και για να ελαχιστοποιηθεί η έκθεση του υγειονομικού προσωπικού.
Η προφυλακτική χορήγηση αντιπηκτικής αγωγής ( ηπαρίνης και κυρίως χαμηλού μοριακού βάρους ηπαρίνης) συστήνεται σε όλους τους νοσηλευόμενους ασθενείς με νόσο COVID-19. Η ηπαρίνη εκτός από τις αντιθρομβωτικές της ιδιότητες έχει και αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες ( αναστέλλει την ενεργοποίηση των ουδετεροφίλων, προσδένεται σε κυτταροκίνες και ελαττώνει την ενεργοποίηση του ενδοθηλίου) παρεμβαίνοντας με αυτό τον τρόπο στην εξέλιξη της «ανοσοθρόμβωσης».
Στην κλινική του Cleveland προτείνεται:
α) η χορήγηση προφυλακτικής δόσης ηπαρίνης σε όλους τους νοσηλευόμενους ασθενείς με D–Dimers < 3 μg/ml αλλά και η παρακολούθηση των επιπέδων των D-Dimers κάθε 2 ημέρες,
β) ενδιάμεση δόση θρομβοπροφύλαξης σε ασθενείς με D-Dimers > 3 μg/ml και αρνητικό υπερηχογράφημα και
γ) θεραπευτική δόση σε αυτούς τους ασθενείς που υπάρχει τεκμηριωμένο επεισόδιο θρόμβωσης. Στους τελευταίους η θεραπεία πρέπει να συνεχίζεται τουλάχιστον για 3 μήνες.
Για τις άλλες κατηγορίες η προφύλαξη πρέπει να συνεχίζεται και μετά από την έξοδο τους από το νοσοκομείο για χρονικό διάστημα που μπορεί να φτάσει τις 40 ημέρες ειδικά εάν δείκτες όπως τα D-Dimers παραμένουν υψηλοί ή συνυπάρχουν και άλλοι παράγοντες που μπορούν να οδηγήσουν σε υπερπηκτικότητα (όπως καρκίνος, ακινησία κ.ά.).
Σε ότι αφορά στην αντιμετώπιση της υπερπηκτικότητας της νόσου COVID-19 μένουν ακόμα πολλά ερωτήματα να απαντηθούν γι΄αυτό και δεν υπάρχει συμφωνία στις κατευθυντήριες οδηγίες που έχουν εκδοθεί μέχρι σήμερα από τις ιατρικές εταιρείες, ενώ αναμένονται τυχαιοποιημένες κλινικές δοκιμές.
Πηγή: https://virus.com.gr/poios-einai-o-kindynos-thromvoseon-sti-noso-covid-19/
ΚΟΧΙΑΔΑΚΗΣ Γ.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου