Η αρτηριακή υπέρταση ως παράγων κινδύνου και ο σακχαρώδης διαβήτης ως σύνδρομο το οποίο χαρακτηρίζεται από διαταραχές του μεταβολισμού των υδατανθράκων (γλυκόζη), των λιπιδίων και των λευκωμάτων, αποτελούν μαζί με την δυσλιπιδαιμία τα συχνότερα αίτια καρδιαγγειακών νοσημάτων: της στεφανιαίας νόσου, των αγγειακών εγκεφαλικών επεισοδίων, της νεφρικής ανεπάρκειας, της μίκρο- και μακρο-αγγειοπάθειας και των επιπτώσεων τους.
Σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη υπάρχει αυξημένος κίνδυνος για αρτηριακή υπέρταση και υπερλιπιδαιμία (ασθενείς αυξημένου κινδύνου). Η αυξημένη αυτή συχνότητα έχει σχέση με την ενεργοποίηση μηχανισμών οξειδωτικού stress, συμπαθητικοτονίας, αλατοευαισθησίας και διαταραχών μεταβολισμού των λιπιδίων.
Έτσι, είναι αμέσως κατανοητό ότι ασθενείς που πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη θα πρέπει να ελέγχονται συχνά για την ύπαρξη αρτηριακής υπέρτασης.Οι διαβητικοί ασθενείς τύπου ΙΙ έχουν πιθανότητα να παρουσιάσουν αρτηριακή υπέρταση 60-80%, δηλαδή περισσότερο από δύο φορές πιο συχνή, και οι διαβητικοί ασθενείς τύπου Ι 10-30%.
Από μελέτες που έχουν γίνει έχει αποδειχθεί ότι ο συνδυασμός αρτηριακής υπέρτασης και σακχαρώδη διαβήτη πολλαπλασιάζει τον καρδιαγγειακό κίνδυνο.Η ρύθμιση επίσης πρέπει να είναι αυστηρότερη. Τα επίπεδα αρτηριακής πίεσης σε διαβητικούς δεν πρέπει να υπερβαίνουν για την συστολική πίεση τα 130mmHg, και για την διαστολική πίεση τα 80mmHg.
Ακόμα στους διαβητικούς ασθενείς παρατηρήθηκε ότι η ρύθμιση του σακχαρώδη διαβήτη, της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης HbA1c σε επίπεδα< 6,5% θα έχει ευεργετικό αποτέλεσμα και στα επίπεδα της αρτηριακής πίεσης.
Παρόλα αυτά όμως τον τελευταίο καιρό υπάρχει μια δεύτερη προσέγγιση όσον αφορά τους διαβητικούς-υπερτασικούς ασθενείς. Αυτή η προσέγγιση συνίσταται στην πιό προσεκτική μείωση.
Έτσι σε ασθενείς με ηλικία μεγαλύτερη από 65, με εγκατεστημένη μακροαγγειοπάθεια τα επιθυμητά όρια είναι: ΣΑΠ<140 και ΔΑΠ <85 mmHg.
Η άσκηση, η μείωση της πρόσληψης αλατιού και η μείωση του σωματικού βάρους θεωρούνται μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται ακόμα και πιο πριν την σκέψη για οποιανδήποτε θεραπευτική-φαρμακευτική αντιμετώπιση. Οι οδηγίες για αλλαγή του τρόπου ζωής, για άσκηση και διατροφή είναι αυτονόητες και αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο-το πρώτο βήμα για την αντιμετώπιση των ασθενών αυτών.
Η φαρμακευτική αντιμετώπιση έχει όμοια στοιχεία, αλλά και κάποιες διαφορές όσον αφορά την έναρξη και εντέλει την εφαρμογή της με τους ασθενείς χωρίς σακχαρώδη διαβήτη. Έτσι σε υπερτασικό ασθενή με σακχαρώδη διαβήτη τύπου Ι/ΙΙ θα πρέπει να προτείνεται ισχυρά η έναρξη θεραπείας να γίνεται με φάρμακα έναντι του άξονα ρενίνης-αγγειοτασίνης-αλδοστερόνης. Ο λόγος είναι η νεφροπροστασία που παρέχεται στους ασθενείς αυτούς από την κατηγορία των φαρμάκων αυτών, μια και ο νεφρός είναι το πρώτο όργανο στόχος στις περιπτώσεις αυτές, καθώς και η ικανότητα τους να μειώνουν την ινσουλινοαντίσταση μέσω της μείωσης του οξειδωτικού stress. Θα μπορούσαν να παρατεθούν και άλλα στοιχεία αλλά δεν είναι στον σκοπό αυτού του άρθρου.
Τέλος, θα πρέπει να αναφερθεί επίσης, ότι μερικές κατηγορίες φαρμάκων θα πρέπει να χορηγούνται με προσοχή γιατί έχουν αρνητικές μεταβολικές επιπτώσεις, όπως είναι οι β-αποκλειστές και τα διουρητικά. Βέβαια σε περίπτωση ένδειξης η χρήση τους θεωρείται αυτονόητη.
Σαν τελικό συμπέρασμα, και περισσότερο σαν μήνυμα που πρέπει να μεταβιβαστεί προς τους ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη και αρτηριακή υπέρταση, είναι η ανάγκη για ικανοποιητική ρύθμιση της υπέρτασης και του διαβήτη. Αυτή η ρύθμιση θα έχει σαν αποτέλεσμα την μείωση των επιπλοκών και του καρδιαγγειακού κινδύνου.