Ενώ τα βλέμματα σε παγκόσμιο επίπεδο είναι στραμμένα το τελευταίο διάστημα σε έναν ‘άγνωστο’ εχθρό της δημόσιας υγείας - ένα στέλεχος της γρίπης το οποίο μπορεί να εμφανιστεί ύστερα από μετάλλαξη και να προκαλέσει πανδημία -, σε όλον τον πλανήτη καταγράφονται καθημερινά επιδημίες, ξεσπάσματα που προκαλούν πολύ ‘γνωστοί’ εχθροί.
Μια απλή αναζήτηση στο αρχείο του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ), στο τμήμα σχετικά με την καταγραφή των εστιών ασθενειών ανά τον κόσμο, δείχνει ότι δεν υπάρχει ημέρα που να μην πλήττεται κάποια χώρα - κυρίως στην Αφρική, στην Ασία και στη Λατινική Αμερική - από νόσους, ορισμένες εκ των οποίων έρχονται από το μακρινό παρελθόν.
Ο κατάλογος είναι μακρός και γίνεται συνεχώς μεγαλύτερος: φυματίωση, λεϊσμανίαση, αφρικανική τρυπανοσωμίαση, νόσος Τσάγκας, ελονοσία, είναι ορισμένοι μόνο από τους εφιάλτες που ξαναζούν.
Ασθένειες ‘ξεχασμένες’, που όμως υπενθυμίζουν καθημερινά με την παρουσία τους ότι είναι εδώ και σκοτώνουν εκατομμύρια άτομα. Και μπορεί όλα αυτά να μοιάζουν μακρινά για τους κατοίκους του δυτικού κόσμου, οι ειδικοί όμως προειδοποιούν ότι στο μικρό ‘παγκόσμιο’ χωριό που είναι σήμερα ο πλανήτης μας αυτοί οι ξεχασμένοι ‘δολοφόνοι’ μπορεί να βρεθούν στην πόρτα μας ανά πάσα στιγμή.


Ελονοσία
Μόνιμη ‘κάτοικος’ της αφρικανικής ηπείρου, η ελονοσία σκοτώνει ένα παιδί στην Αφρική κάθε 30 δευτερόλεπτα. Καταγράφονται 300 ως 500 εκατομμύρια νέα περιστατικά ετησίως - το 90% στην υποσαχάρια Αφρική - και πεθαίνουν εξαιτίας της νόσου ένα ως δύο εκατομμύρια άνθρωποι κάθε χρόνο.
H ασθένεια ενδημεί σε περισσότερες από 100 τροπικές και υποτροπικές χώρες απειλώντας το 40% του παγκοσμίου πληθυσμού. Μεταδίδεται από τα θηλυκά κουνούπια του γένους Anopheles.
Στο παρελθόν πιστευόταν ότι προερχόταν από τα έλη, εξ ου και το όνομά της (έλος - νόσος, στα αγγλικά malaria, mal aria, κακός αέρας). Το 1880 επιστήμονες ανακάλυψαν την αιτία του κακού για τη μετάδοση της νόσου σε ένα μονοκύτταρο παράσιτο που ονομάζεται πλασμώδιο (Plasmodium).
Η περίοδος από τη νύξη του μολυσμένου κουνουπιού ως την εμφάνιση των συμπτωμάτων είναι συνήθως μία ως δύο εβδομάδες, αλλά και μήνες μερικές φορές. H νόσος προκαλεί υψηλό πυρετό και σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να συνδεθεί με εν δυνάμει θανατηφόρες επιπλοκές στους νεφρούς, στο ήπαρ, στον εγκέφαλο και στο αίμα.
Υπάρχουν θεραπείες για την αντιμετώπισή της, ωστόσο σε ορισμένα φάρμακα (όπως η χλωροκίνη και η σουλφαδοξίνη-περιμεθαμίνη) εμφανίζεται ανθεκτικότητα σε τέτοιο βαθμό ώστε να υπάρχει σοβαρή απειλή για τη δημόσια υγεία. Σύμφωνα με τους ειδικούς, η πιο αποτελεσματική θεραπεία είναι ένας συνδυασμός φαρμάκων από παράγωγα της αρτεμισίνης (προέρχονται από το κινεζικό φυτό Artemesia annua).
Ωστόσο στην πλειονότητα των χωρών όπου ενδημεί η ασθένεια δεν έχει υιοθετηθεί η αποτελεσματική αυτή συνδυαστική θεραπεία - μόνο 40 χώρες την έχουν συμπεριλάβει στα πρωτόκολλα θεραπείας.
Φυματίωση
Υπαίτια για οκτώ εκατομμύρια κρούσματα και δύο εκατομμύρια θανάτους παγκοσμίως κάθε χρόνο - οι περισσότερες περιπτώσεις καταγράφονται στη Νοτιοανατολική Ασία- όπου εντοπίζεται το 33% του συνολικού αριθμού των κρουσμάτων, και στην υποσαχάρια Αφρική.
Ο ΠΟΥ εκτιμά ότι ως το 2020 ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι θα έχουν μολυνθεί από τη νόσο και 35 εκατομμύρια θα πεθάνουν εξαιτίας της αν δεν υπάρξουν αποτελεσματικότεροι τρόποι αντιμετώπισης.
Αν και η φυματίωση θεωρείται από τους περισσοτέρους στον ανεπτυγμένο κόσμο μια ασθένεια του 20ού αιώνα που εξαλείφθηκε μαζί με την ευλογιά, εκείνη παρουσιάζει εντεινόμενη παρουσία με αύξηση των περιστατικών κατά 10% μέσα στην τελευταία δεκαετία κυρίως εξαιτίας της εξάπλωσης του AIDS - εκτιμάται ότι το 70% των ατόμων με HIV ή AIDS εμφανίζουν και φυματίωση λόγω του εξασθενημένου ανοσοποιητικού συστήματός τους.
H φυματίωση μεταδίδεται μέσω του αέρα, ενώ υπολογίζεται ότι ένα άτομο που έχει προσβληθεί μολύνει 10-15 άλλα άτομα κάθε χρόνο.
Δεν είναι απαραίτητο ότι ένα άτομο που θα μολυνθεί με τον βάκιλο της φυματίωσης θα νοσήσει. Ενεργή νόσο αναπτύσσει το 10% των ατόμων που μολύνονται (εκτός από εκείνους που πάσχουν από AIDS). Οι ασθενείς εμφανίζουν επίμονο βήχα ο οποίος ορισμένες φορές συνοδεύεται από αιμόπτυση, πυρετό, απώλεια βάρους, πόνο στο στήθος και αδυναμία αναπνοής.
H υπάρχουσα θεραπεία για τη νόσο αφορά ένα συνδυασμό φαρμάκων, ο οποίος όμως είναι απαραίτητο να λαμβάνεται για μεγάλο διάστημα (έξι-οκτώ μήνες). Για το λόγο αυτό πολλοί ασθενείς διακόπτουν τη θεραπεία με κίνδυνο να αναπτύξουν πολυανθεκτική φυματίωση, η οποία θεραπεύεται ιδιαιτέρως δύσκολα.
Λεïσμανιάσεις
Οι λεϊσμανιάσεις ενδημούν σε 88 χώρες θέτοντας σε κίνδυνο 350 εκατομμύρια ανθρώπους. Οι αρμόδιοι οργανισμοί εκτιμούν ότι η συγκεκριμένη ομάδα ασθενειών - προκαλούνται από τα παράσιτα Leishmania και μεταδίδονται από το τσίμπημα του εντόμου φλεβοτόμος - έχει προσβάλει ως σήμερα 12 εκατομμύρια ανθρώπους, ενώ κάθε χρόνο εμφανίζονται ενάμισι ως δύο εκατομμύρια νέα περιστατικά.
Το 90% των περιστατικών Κάλα-Αζάρ (‘μαύρος πυρετός’ στα χίντι, την κύρια διάλεκτο στην Ινδία) εμφανίζεται σε πέντε αναπτυσσόμενες χώρες: Μπανγκλαντές, Βραζιλία, Ινδία, Νεπάλ και Σουδάν. Στον άνθρωπο η ασθένεια παρουσιάζεται με τέσσερις μορφές: σπλαγχνική λεϊσμανίαση, γνωστή και ως Κάλα-Αζάρ, η οποία είναι άκρως απειλητική για τη ζωή, λεϊσμανίαση βλεννογόνου, αυτοιάσιμη δερματική λεϊσμανίαση και μετα-Κάλα-Αζάρ δερματική λεϊσμανίαση.
Όσο για τη θεραπεία αυτής της ομάδας ασθενειών, το πιο διαδεδομένο φάρμακο είναι το πεντασθενές αντιμόνιο.
Το φάρμακο όμως αυτό ανακαλύφθηκε πριν από έναν αιώνα (!), έχει σοβαρές παρενέργειες, πρέπει να λαμβάνεται για μακρό χρονικό διάστημα, ενώ συγχρόνως σε αρκετές ενδημικές περιοχές δεν είναι αποτελεσματικό εξαιτίας της αυξανόμενης ανθεκτικότητας στα παράσιτα.
Αν και υπάρχουν πιο νέες θεραπείες, ορισμένες εξ αυτών εμφανίζουν υψηλή τοξικότητα, ενώ άλλες υψηλή τιμή - π.χ., το sodium stibogluconate (SSG), το οποίο θεωρείται θεραπεία ‘πρώτης γραμμής’, κοστίζει 150 δολάρια ανά δόση και στις αφρικανικές χώρες όπου δεν υπάρχει άδεια για αντίγραφα του φαρμάκου η πλειονότητα των ασθενών βρίσκεται στο έλεος της ασθένειας.
Την ίδια στιγμή εκτιμάται ότι οι ασθενείς με σπλαγχνική λεϊσμανίαση - υπολογίζεται ότι 500.000 άτομα προσβάλλονται από αυτή τη θανατηφόρο μορφή της ασθένειας ετησίως - δεν έχουν καμία ελπίδα ζωής.
Αφρικανική τρυπανοσωμίαση (ασθένεια του ύπνου)
Νόσος που είχε τεθεί υπό έλεγχο τη δεκαετία του 1960, η ασθένεια του ύπνου έχει κάνει δυναμική επάνοδο τις τελευταίες δεκαετίες στην Αφρική εξαιτίας των πολέμων και της κατάρρευσης της οικονομίας στην περιοχή. Ο ΠΟΥ εκτιμά ότι περίπου 300.000 άτομα είναι αυτή τη στιγμή μολυσμένα από τρυπανοσωμίαση και ότι 50.000 άνθρωποι χάνουν τη ζωή τους εξαιτίας της ετησίως.
Οι κύριες εστίες της ασθένειας βρίσκονται στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, στην Ανγκόλα, στην Ουγκάντα και στο Νότιο Σουδάν H αφρικανική τρυπανοσωμίαση προκαλείται από το παράσιτο Trypanosoma brucei και μεταδίδεται από το τσίμπημα της μύγας τσε τσε.
H νόσος εξαπλώνεται στο μυελό, οπότε και εμφανίζονται συμπτώματα όπως ο αποπροσανατολισμός, οι αυξημένες διαταραχές του ύπνου και τελικώς κώμα και θάνατος. Ελάχιστα είναι τα φάρμακα που έχουμε για τη θεραπεία της αφρικανικής τρυπανοσωμίασης και αυτά συνδέονται με σοβαρές παρενέργειες.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ η ασθένεια απειλεί σήμερα 60 εκατομμύρια ανθρώπους σε 36 χώρες στην υποσαχάρια Αφρική, μόνο το 7% εξ αυτών έχει πρόσβαση σε διαγνωστικά μέσα και θεραπεία. Σημείωση: χωρίς θεραπεία η ασθένεια του ύπνου σκοτώνει το 100% των ανθρώπων που μολύνει!
Αμερικανική τρυπανοσωμίαση (νόσος Τσάγκας)
Πρόκειται για μια μορφή τρυπανοσωμίασης που διαφέρει από την αφρικανική. Εκτιμάται ότι έχει μολύνει 16-18 εκατομμύρια άτομα σε 21 χώρες της Κεντρικής και της Νότιας Αμερικής καθώς και ότι κινδυνεύουν από τη νόσο 100 εκατομμύρια άνθρωποι - περίπου το 25% του συνολικού πληθυσμού της Λατινικής Αμερικής.
Κάθε χρόνο 50.000 άνθρωποι χάνουν τη ζωή τους εξαιτίας της.
Προκαλείται από το παράσιτο Trypanosoma cruzi και μεταδίδεται στον άνθρωπο από το τσίμπημα εντόμων, από μετάγγιση αίματος ή κατά τη γέννηση. Ένα άτομο μπορεί να μολυνθεί και να μην εμφανίσει κλινικά συμπτώματα για διάστημα που αγγίζει ακόμη και τα 10 ως 12 έτη.
Ανάλογα με την ενδημική περιοχή, περίπου το 20%-50% των περιπτώσεων αναπτύσσει συμπτώματα που περιλαμβάνουν μη αναστρέψιμες καρδιακές, πεπτικές ή νευρολογικές διαταραχές. Υπάρχουν μόνο δύο φάρμακα για τη θεραπεία της ασθένειας, ωστόσο δεν εμφανίζουν αποτελεσματικότητα σε χρόνιους ασθενείς.
Μάλιστα, ενώ η νόσος είναι θανατηφόρος αν δεν αντιμετωπιστεί με θεραπεία, δεν υπάρχει καμία προσπάθεια έρευνας και ανάπτυξης νέων φαρμάκων για αυτήν.
H ουσιαστική εξαφάνιση των μεταδοτικών λοιμωδών νοσημάτων που παρατηρήθηκε μετά τον B' Παγκόσμιο Πόλεμο στο δυτικό κόσμο είναι αποτέλεσμα της παρουσίας ενός συστήματος υγείας το οποίο ενεργητικά καταπολεμά αυτά τα νοσήματα μέσα από το καθαρό νερό, την αποχέτευση, τους εμβολιασμούς, την επιτήρηση.
Τυχόν άμβλυνση ή εξαφάνιση αυτού του συστήματος πιθανότατα θα οδηγήσει σε επανεμφάνιση αυτών των νοσημάτων, όπως π.χ. έγινε στις χώρες της τέως Σοβιετικής Ένωσης στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όπου η παραμέληση των εμβολιασμών οδήγησε σε επιδημία διφθερίτιδας.
Παράλληλα η πολύ εύκολη μετακίνηση πλέον μεγάλου αριθμού ατόμων σε διάφορα σημεία του πλανήτη (μετανάστες, άτομα που κάνουν συχνά ταξίδια αναψυχής ή επαγγελματικά ταξίδια) κάνει πολύ πιθανή την παρουσία ασθενών με κάποιο λεγόμενο τροπικό νόσημα σε κάποια δυτική πρωτεύουσα μέσα στον χρόνο επωάσεως του νοσήματος.
Έτσι, π.χ., ο ασθενής που θα κολλήσει πυρετό Λάσα στην Κεντρική Αφρική μπορεί προτού καν εκδηλώσει το νόσημα να βρεθεί σε μια μεγάλη δυτικοευρωπαϊκή πρωτεύουσα, όπου και θα αποτελέσει την πηγή μιας επιδημίας. Αυτό είναι ακόμη πιο εύκολο με δεδομένο ότι οι γιατροί δεν θα έχουν ούτε την ετοιμότητα ούτε ίσως και τις γνώσεις να διαγνώσουν εγκαίρως το νόσημα.
Άρα πρέπει το σύστημα να είναι πάντα σε εγρήγορση και να μη θεωρεί αυτά τα ζητήματα ως μόνο τού υπό ανάπτυξη κόσμου ή του παρελθόντος.
Εκείνοι που δεν ξεχνούν
Οι περισσότερες κυβερνήσεις των ανεπτυγμένων κρατών δείχνουν να αδιαφορούν για τις ασθένειες του αναπτυσσόμενου κόσμου. Ωστόσο υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι προσπαθούν να φέρουν στο προσκήνιο τις ξεχασμένες νόσους. Τέτοια προσπάθεια αποτελεί η Πρωτοβουλία ‘Φάρμακα για Ξεχασμένες Ασθένειες’, η οποία υποστηρίζεται από 12 προσωπικότητες που έχουν λάβει βραβείο Νομπέλ, διάσημους επιστήμονες, ερευνητικά κέντρα και μη κυβερνητικές οργανώσεις.
Στα ιδρυτικά μέλη της Πρωτοβουλίας ανήκουν οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα, το Ίδρυμα Οσβάλντο Κρουζ, το Ινστιτούτο Ιατρικής Έρευνας της Κένυας, το Ινδικό Συμβούλιο Ιατρικής Έρευνας, το υπουργείο Υγείας της Μαλαισίας και το Ινστιτούτο Παστέρ και η Royal society of tropical medicine and hygiene .

Εφιάλτες από το παρελθόν
Ο ΠΟΥ έχει κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου για επανεμφάνιση ασθενειών όπως η φυματίωση, η ιλαρά, η ελονοσία, η μικροβιακή δυσεντερία, η χολέρα και ο τύφος στο δυτικό κόσμο. Και ήδη ξεχασμένες ασθένειες κάνουν την εμφάνισή τους στα προηγμένα κράτη, συμπεριλαμβανομένης της χώρας μας.
Π.χ., το Κάλα-Αζάρ έχει ‘χτυπήσει’ την Ευρώπη - στη Νότια Ευρώπη το τελευταίο διάστημα έχουν αναφερθεί περισσότερα από 1.600 κρούσματα σε άτομα που είναι μολυσμένα και με τον ιό HIV του AIDS.
Πριν από 15 χρόνια στις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ εμφανίστηκε επιδημία διφθερίτιδας - οξύ μικροβιακό νόσημα που προκαλεί φαρυγγίτιδα και πυρετό και ορισμένες φορές συνδέεται με θανατηφόρες επιπλοκές - με 150.000 κρούσματα και 4.000 νεκρούς, ενώ κρούσματα της νόσου έχουν αναφερθεί στη Φινλανδία, στη Γερμανία, στη Νορβηγία και στην Πολωνία.
Σε χώρες γύρω από την Κασπία και τη Μεσόγειο έχουν καταγραφεί τα τελευταία χρόνια ξεσπάσματα χολέρας - λοίμωξη του λεπτού εντέρου που προκαλείται από το βακτηρίδιο δονάκιο της χολέρας -, ενώ τα κρούσματα ελονοσίας έχουν δεκαπλασιαστεί στην Ευρώπη το τελευταίο διάστημα.
Σημαντική αύξηση εμφανίζουν τόσο στην Ανατολική όσο και στη Δυτική Ευρώπη και οι περιπτώσεις φυματίωσης, κυρίως μεταξύ μεταναστών (αύξηση κατά 40%-50%).
H αθρόα προσέλευση μεταναστών οδηγεί σε αύξηση των κρουσμάτων φυματίωσης και στη χώρα μας. Υπολογίζεται ότι οι περιπτώσεις ενεργού φυματίωσης στην Ελλάδα ανέρχονται σε 25/100.000 πληθυσμού και όχι σε 5-7/100.000, όπως αναφέρεται σε διεθνή επιδημιολογικά δελτία.
Αύξηση της επίπτωσης της φυματίωσης έχει παρατηρηθεί όμως και στα παιδιά. Σύμφωνα με μελέτη του Κέντρου Παιδιατρικής Μέριμνας που αφορούσε σύγκριση της δεκαετίας του 1980 με αυτήν του 1990, στον Νομό Αττικής παρατηρήθηκε αύξηση της επίπτωσης κατά 28%.
ιατρονετ